- ἐξάειρας
- ἐξά̱ειρας , ἐξαείρωaor ind act 2nd sg (epic doric ionic aeolic)ἐξαείρωaor ind act 2nd sg (epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υψού — Α επίρρ. 1. σε ύψος, πάνω, ψηλά («νῆα μὲν... ἐπ ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῡ ἐπὶ ψαμάθοις», Ομ. Ιλ.) 2. μτφ. υπερβολικά («ἐξαείρας γὰρ με ὑψοῡ καὶ τὴν πάτρην καὶ τὸ ἔργον», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + επιρρμ. κατάλ. οῦ (πρβλ. τηλ οῦ] … Dictionary of Greek